φιλεραστής

φιλεραστής
ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που τού αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστής («πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἐραστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλεραστής — fond of a lover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλερασταί — φιλεραστής fond of a lover masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεραστήν — φιλεραστής fond of a lover masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεράστρια — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλεραστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”